Τετάρτη 12 Ιανουαρίου 2022

Είκοσι δίσκοι για το 2021

 


Πιο αργά από ποτέ, οι είκοσι αγαπημένοι μου δίσκοι του 2021, χωρίς ιδιαίτερη αξιολογική σειρά.

1. Low – Hey what
2. The War on Drugs – I don't live here anymore
3. Loraine James – Reflection
4. Floating Points, Pharaoh Sanders, The London Symphony Orchestra – Promises
5. Godspeed You! Black Emperor – G_d's Pee AT STATE'S END
6. Joy Orbison – Still slipping vol. 1
7. Badbadnotgood – Talk memory
8. Tyler, the Creator – Call me if you get lost
9. Little Simz – Sometimes I might be introvert
10. Black Country, New Road – For the first time
11. Dave – We 're alone in this together
12. Dean Blunt – Black metal 2
13. Bobby Gillespie, Jenny Beth – Utopian ashes
14. Lost Girls – Menneskekollektivet
15. Tirzah – Colourgrade
16. St. Vincent – Daddy's home
17. Madlib – Sound ancestors
18. Dawn Richard – Second line: An electro revival
19. Xenia Rubinos – Una rosa
20. Body Meπa – The work is slow

Παρασκευή 18 Δεκεμβρίου 2020

Είκοσι (συν ένας) δίσκοι για το 2020


  1.  Sault – Untitled (Black is)/ Untitled (Rise) 
  2.  Fiona Apple – Fetch the Bolt Cutters
  3.  Perfume Genius – Set my Heart on Fire Immediately
  4.  Sufjan Stevens – The Ascension
  5.  Jessie Ware – What's Your Pleasure?
  6.  Gil Scott-Heron / Makaya McCraven – We're New Again: A Reimagining
  7.  U.S. Girls – Heavy Light
  8.  Kelly Lee Owens – Inner Song
  9.  Nubya Garcia – Source
  10.  Jay Electronica – A Written Testimony
  11.  Fontaines D.C. – A Hero's Death
  12.  Destroyer – Have We Met
  13.  Roisin Murphy – Róisín Machine
  14.  Adrianne Lenker – songs / instrumentals 
  15.  Protomartyr – Ultimate Success Today
  16.  Caribou – Suddenly
  17.  Fleet Foxes – Shore
  18.  Phoebe Bridgers – Punisher 
  19.  Against All Logic – 2017-2019
  20.  Freddie Gibbs / The Alchemist – Alfredo

    +

  21. The Boy – Αντιλόπη

Σε μία χρονιά που για ένα διάστημα άκουγα περισσότερο τον θόρυβο από έναν απορροφητήρα στο youtube (δεν ήξερα ότι υπήρχαν ΤΟΣΟΙ ΠΟΛΛΟΙ) απ' ότι μουσική, μπορώ να πω ότι τελικά άκουσα αρκετούς νέους δίσκους. Οι παραπάνω είναι οι 20+1 αγαπημένοι μου. Δεν πίστευα ότι θα άκουγα κάτι πιο εντυπωσιακό από τη Fiona Apple, μέχρι που έσκασαν στα αυτιά μου οι Sault. Ο The Boy μπαίνει τιμητικά, γιατί έβγαλε τον δίσκο που ήθελα, τη στιγμή που τον χρειαζόμουν.

Και του χρόνου!

Κυριακή 8 Δεκεμβρίου 2019

Είκοσι δίσκοι για το 2019


1. Big Thief - U.F.O.F / Two Hands
2. Jamila Woods - LEGACY! LEGACY!
3. Purple Mountaims - Purple Mountains
4. Richard Dawson - 2020
5. Solange - When I Get Home
6. Thom Yorke - Anima
7. FKA Twigs - Magdalene
8. The Comet Is Coming - The Aferlife
9. Tyler, the Creator - Igor
10. Freddie Gibs & Madlib - Piñata
11. The Boy - Παραδουλεύτρα
12. Dave - Psychodrama
13. Karen O & Danger Mouse - Lux Prima
14. Vampire Weekend - Father of the Bride
15. Modern Nature - How to Live
16. Deerhunter - Why Hasn't Everything Already Disappeared?
17. Jesca Hoop - Stonechild
18. Carla dal Forno - Look Up Sharp
19. Nilüfer Yanya - Miss Universe
20. The Mountain Goats - In League with Dragons

Κυριακή 24 Φεβρουαρίου 2019

Twin Peaks ξανά, μετά 27 χρόνια




Ήταν 8 Απριλίου 1990 όταν το κοινό είδε για πρώτη φορά στην οθόνη του τους νωχελικούς τίτλους αρχής του Twin Peaks. Η υπνωτιστική ακολουθία εικόνων από τα τοπία και τις γωνιές της φανταστικής μικρής πόλης στα σύνορα των ΗΠΑ με τον Καναδά, σε συνδυασμό με την υπαινικτική μουσική του Angelo Badalamenti –που έχει γράψει τη δική της ιστορία – σίγουρα δεν προετοίμαζαν το κοινό γι’αυτό που θα ακολουθούσε. Ό,τι και να φανταζόταν κανείς ότι θα δημιουργούσε το σκοτεινό – μα πάντα δημιουργικό– μυαλό του David Lynch σε συνεργασία με τον Mark Frost στην πρώτη τους τηλεοπτική συνεργασία, σίγουρα δεν θα έπεφτε κοντά στο πραγματικό αποτέλεσμα. Κι αυτό γιατί η καλτ –πλέον– σειρά έπεσε σαν βόμβα σε μια εποχή που η αμερικανική τηλεόραση είχε να επιδείξει βήματα πρωτοπορίας μόνο στην φόρμα της κωμωδίας.

Εικοσιεπτά χρόνια μετά από εκείνη την ημέρα ετοιμαζόμαστε να υποδεχτούμε ξανά την τρίτη σεζόν της σειράς που έφερε τα πάνω κάτω (μεταφορικά και «κυριολεκτικά»). Όλοι αισθανθήκαμε ότι ολοκλήρωσε τον κύκλο της άδοξα και πριν την ώρα της, παρότι οι δημιουργοί της κατάφεραν να δημιουργήσουν ένα από τα πιο ανατριχιαστικά φινάλε τηλεοπτικής σειράς που έχουν προβληθεί ποτέ στην μικρή οθόνη.

Η στιγμή που ο ντετέκτιβ του FBI, και υπεύθυνος των ερευνών της δολοφονίας της Λώρα Πάλμερ, χτυπάει το κεφάλι του στον καθρέφτη, όπου αντί για το είδωλό του έχει αντικρίσει το σκοτεινό πνεύμα που ήταν ένοχο για τη δολοφονία έχει καταγραφεί ως μια από τις καλύτερες τηλεοπτικές στιγμές. Η μορφή του πνεύματος είναι ανθρώπινη, με άσπρα, μακριά μαλλιά και κρυστάλλινο βλέμμα που φαίνεται να διαπερνά την οθόνη. Και ο ηθοποιός που τον υποδύεται δεν είναι επαγγελματίας ηθοποιός, αλλά ένα μέλος του συνεργείου που φάνηκε η αντανάκλασή του σε έναν καθρέφτη κατά τη διάρκεια ενός πλάνου στο οποίο η μητέρα της Λώρα Πάλμερ ούρλιαζε. Άρεσε τόσο στον David Lynch που αποφάσισε όχι μόνο να μην κάνει δεύτερη λήψη της σκηνής, αλλά και να χρησιμοποιήσει το μέλος του συνεργείου για την ενσάρκωση του απόλυτου κακού.

Αυτή την ανεκδοτολογική ιστορία εντοπίσαμε σε ένα παλαιότερο άρθρο του περιοδικού Little White Lies (Σεπτέμβριος/Οκτώβριος 2010) που προωθήθηκε εκ νέου λόγω της επικείμενης επιστροφής της σειράς.

Όταν οι Lynch και Frost πρότειναν την σειρά στους υπευθύνους του καναλιού είχαν στο νου τους να φτιάξουν κάτι «παράξενο και ανατρεπτικό» και να «εισαγάγουν μια δόση τρέλας στη mainstream τηλεόραση». Το αποτέλεσμα πρέπει να τους βρήκε ευχαριστημένους και δικαιωμένους, καθώς το Twin Peaks είναι τόσο ιδιαίτερο που είναι ακατάτακτο. Η δολοφονία που πρέπει να εξιχνιαστεί χαρίζει στη σειρά έντονα στοιχεία μυστηρίου, αλλά ταυτόχρονα οι έρευνες δίνουν αφορμή να πλησιάσουμε τους χαρακτήρες της μικρής πόλης, να παρατηρήσουμε τις συμπεριφορές τους και να ξεσκεπαστούν τα –ένοχα και μη– μυστικά τους. Οι σχέσεις αναπτύσσονται έτσι που, σε συνδυασμό με το παίξιμο των ηθοποιών, θυμίζουν τις σαπουνόπερες της εποχής, αλλά γίνεται με έναν ειρωνικό, σατιρικό και σχεδόν προβοκατόρικο τρόπο. Τέλος, υπάρχουν στοιχεία του μεταφυσικού τα οποία όμως εντάσσονται αρμονικά και γίνονται η αφορμή ενός αναστοχασμού για τη σχέση του καλού με το κακό. Ένας από τους πιο εύστοχους χαρακτηρισμούς για το είδος της σειράς δόθηκε από τον Λευτέρη Καλοσπύρο από αυτές εδώ τις σελίδες: «Μια αβάν-γκαρντ σαπουνόπερα» (26.10.2014).

Ο τρόπος που δούλευε ο Lynch ήταν το ίδιο εξεζητημένος με το σενάριο που είχε στα χέρια του. Πολλές φορές μετέβαλλε τους χαρακτήρες και τα γνωρίσματά τους για να ταιριάζουν σε συγκεκριμένους ηθοποιούς που είχε στο μυαλό του, αντί να κάνει το αντίθετο. Έδωσε τους ρόλους στους δύο βασικούς πρωταγωνιστές του επιτυχημένου μιούζικαλ West Side Story επειδή ήθελε να τους δει μαζί στην οθόνη. Και παρότι όλοι όσοι συμμετείχαν αντιλαμβανόταν ότι έπαιρναν μέρος σε κάτι σπουδαίο, φοβόταν ότι δεν θα έβρισκε χώρο στον προγραμματισμό του καναλιού γιατί «φαινόταν πολύ ακατανόητο», όπως εξομολογείται ο πρωταγωνιστής Kyle MacLachlan.

Το Twin Peaks τελικά επιλέχθηκε να προβληθεί, αλλά μόλις για μια σεζόν επτά επεισοδίων. Ο Lynch διεκδίκησε απόλυτη δημιουργική ελευθερία, σκηνοθέτησε πολλά από τα επεισόδια τα οποία είχε συν-γράψει μαζί με τον Mark Frost. Η επιτυχία ήταν τέτοια που έφτασε σε τηλεθέαση το Super Bowl (τελικός του πρωταθλήματος αμερικανικού ποδοσφαίρου). Η δημιουργική σφραγίδα του David Lynch ήταν αρκετή για να αποκτήσει η σειρά την κατάλληλη «από στόμα σε στόμα» δυναμική και η παρακολούθησή της να γίνει σχεδόν απαραίτητη, καταρρίπτοντας τους φόβους που υπήρχαν ότι οι θεματικές που πραγματεύεται ήταν τόσο σκοτεινές και προκλητικές που θα αντιδρούσε το συντηρητικό τηλεοπτικό δίκτυο.

Κάθε επεισόδιο έδινε και μια διαφορετική τροπή στην υπόθεση της δολοφονίας της Λώρα Πάλμερ, αλλά ταυτόχρονα γεννιούνταν κι άλλες απορίες, ξεπηδούσαν κι άλλα μυστήρια τα οποία σταδιακά έφτασαν να απασχολούν το κοινό εξίσου με την επίλυση της δολοφονίας. Παρότι η σειρά είχε στοιχεία σαπουνόπερας, ο Lynch δεν έκανε εκπτώσεις στη δημιουργικότητά του και γέμιζε κάθε σεκάνς με εικόνες και ακολουθίες που οι θεατές ένιωθαν πως έχουν κάτι αλληγορικό ή πως κρύβουν κάποιους συμβολισμούς που έπρεπε να αποκρυπτογραφηθούν και αυτό ενέτεινε την μανία της παρακολούθησής του. «Το ότι το παρακολουθούσες όμως δεν εξασφάλιζε την κατανόησή του», σημειώνεται στο άρθρο του Little White Lies. Ακόμα και οι ηθοποιοί δεν ήξεραν τι ακριβώς τους επιφύλασσαν ο Lynch και ο Frost για τους χαρακτήρες τους. Σε κάθε γύρισμα έπαιρναν αποκλειστικά τις σελίδες του σεναρίου που τους αφορούσαν και το τελικό αποτέλεσμα το παρακολουθούσαν μαζί με το τηλεοπτικό κοινό.

Με το φινάλε της πρώτης σεζόν οι υπεύθυνοι του τηλεοπτικού δικτύου ανανέωσαν τη σειρά για 22 επεισόδια με μία μόνο προϋπόθεση: να αποκαλυφθεί γρήγορα ο δολοφόνος της Λώρα Πάλμερ. Το δημιουργικό ντουέτο αντέδρασε, καθώς προσπαθούσε με νύχια και με δόντια να προστατεύσει την ταυτότητα του ενόχου σε τέτοιο βαθμό που κάποιες φορές έγραφαν και γύριζαν ψεύτικες σκηνές για να μπερδέψουν τους συντελεστές. Για την τελική αποκάλυψη είχαν γυρίσει τρεις εκδοχές με διαφορετικούς δολοφόνους στην κάθε μία, και μόνο στο τέλος αποκάλυψαν ποια είναι η «σωστή». Μαζί με την πολυαναμενόμενη αποκάλυψη ήρθε και η έλλειψη ενδιαφέροντος του κοινού. Την ίδια στιγμή ο Lynch και ο Frost εγκατέλειψαν το δημιουργικό κομμάτι επιστρέφοντας μόνο για το τελευταίο επεισόδιο όπου παρέδωσαν ένα υποδειγματικό φινάλε σκηνοθετημένο από τον Lynch το οποίο άφησε πολλές ανοιχτές υποθέσεις. Ούτε αυτό όμως ήταν αρκετό για να ανανεωθεί η σειρά για μια τρίτη σεζόν.

Η κληρονομιά που άφησε πίσω της αυτό το σκοτεινό αριστούργημα δύσκολα μπορεί να αποτιμηθεί πλήρως. Η σημερινή «χρυσή» περίοδος της τηλεόρασης οφείλει πολλά στο Twin Peaks, όχι τόσο για την αισθητική του, όσο γιατί κατέδειξε, σε μια άγουρη εποχή, ότι το κοινό έχει απεριόριστα όρια ανοχής στη δημιουργία, αρκεί να του προσφέρεις κάτι που του προκαλεί το ενδιαφέρον και δεν το υποτιμά.

Σε μια εποχή που οι ηλεκτρονικοί υπολογιστές και το ίντερνετ δεν ήταν παρά ελάχιστα διαδεδομένα, υπήρχαν δεκάδες φόρουμ αφιερωμένα στο Twin Peaks. «Στη μέση της πρώτης σεζόν ήρθε κάποιος και μου άφησε 500 σελίδες από συζητήσεις για το Twin Peaks που γινόταν σε αυτά τα φόρουμ», εξομολογείται ο Mark Frost. Και αυτό δεν σταμάτησε στιγμή από τότε. Ακόμα και σήμερα δεκάδες είναι οι ενεργοί ιστότοποι που φιλοξενούν απόψεις, θεωρίες και ανησυχίες των φανατικών οπαδών της σειράς – παλαιών και νέων. Στα χρόνια που ακολούθησαν το κοινό πολλαπλασιάστηκε όχι μόνο λόγω του καλτ χαρακτήρα της σειράς, αλλά και γιατί, οι περισσότεροι δημοσιογράφοι που ασχολούνται με την ποπ κουλτούρα την κατατάσσουν εκεί που της αξίζει: στο πάνθεον των τηλεοπτικών σειρών.

Όσο πλησιάζει η 21η Μαΐου η ανυπομονησία μεγαλώνει. Τη στιγμή όμως που θα συναντήσουμε ξανά στους τίτλους αρχής την πινακίδα «Καλωσήρθατε στο Twin Peaks - Πληθυσμός 51201», θα είμαστε καθυσυχασμένοι γιατί θα έχει εκπληρωθεί η υπόσχεση που έδωσε η Λώρα Πάλμερ στον Πράκτορα Κούπερ στο τελευταίο επεισόδιο: «Θα σε συναντήσω ξανά σε εικοσιπέντε χρόνια».


Διαβάστε: 


Δημοσιεύτηκε σε μικρότερη εκδοχή στην Καθημερινή, Τέχνες και Γράμματα, 25.03.2017 

Σάββατο 22 Δεκεμβρίου 2018

Δεκαοκτώ άλμπουμ για το 2018



Δεύτερη συνεχόμενη χρονιά που δε συμμετέχω στη blogovision, αυτή τη φορά επειδή δεν προλάβαινα να ετοιμάσω εγκαίρως τη λίστα μου, την οποία ολοκλήρωσα χθες. Ορίστε οι δεκαοκτώ δίσκοι που ξεχώρισα μέσα στη χρονιά.

  1. Mitski - Be the Cowboy
  2. Spiritualized - And Nothing Hurt
  3. U.S. Girls - In a Poem Unlimited
  4. Amen Dunes - Freedom
  5. Pusha T - Daytona
  6. Thom Yorke - Suspira OST
  7. Jon Hopkins - Singularity
  8. A.A.L. - 2012-2017
  9. Blood Orange - Negro Swan
  10. Julia Holter - Aviary
  11. Low - Double Negative
  12. Deafheaven - Ordinary Corrupt Human Love
  13. Sons of Kemmet - Your Queen is a Reptile
  14. Mick Jenkins - Pieces of a Man
  15. Beach House - 7
  16. Foxing - Nearer My God
  17. Kacey Musgraves - Golden Hour
  18. Pink Siifu - ensley

Σάββατο 24 Φεβρουαρίου 2018

Η υπόθεση που δίχασε την Αμερική



Η βράβευση με Οσκαρ καλύτερου ντοκιμαντέρ του σχεδόν οκτάωρου «O.J.: Made in America» έκλεισε τον κύκλο ενός χρόνου κατά τον οποίο οι ΗΠΑ ασχολήθηκαν ξανά με την υπόθεση που σημάδεψε τη δεκαετία του ’90 και όπως φαίνεται ασκεί σημαντική επιρροή ακόμα και σήμερα.

Ο O.J. Simpson είναι ένας πρώην αθλητής του αμερικανικού ποδοσφαίρου, ο οποίος είχε μια καριέρα γεμάτη βραβεία, κατακτήσεις πρωταθλημάτων και διακρίσεις που τον γέμισαν με δόξα και τιμή. Εγκατέλειψε τον αθλητισμό το 1979, αλλά συνέχισε να βρίσκεται στα φώτα της δημοσιότητας και εξαργύρωσε τη φήμη του συμμετέχοντας σε διαφημίσεις και ακολουθώντας μια καριέρα στην υποκριτική, χωρίς μεγάλη επιτυχία. Ο λόγος όμως που έχει μείνει χαραγμένος στη συλλογική μνήμη είναι ότι το 1994 κατηγορήθηκε για τη διπλή δολοφονία της πρώην συζύγου του και του συντρόφου της. Η συζήτηση αναζωπυρώθηκε λόγω της δραματοποιημένης εκδοχής εκείνης της περιόδου και της δίκης που ακολούθησε στη σειρά «The People v. O.J. Simpson: American Crime Story» που ξεκίνησε να προβάλλεται τον Φεβρουάριο του 2016.

Σαν ριάλιτι σόου

Πρόκειται για μια απολύτως μυθιστορηματική ιστορία που συλλαμβάνει έναν άνθρωπο-υπόδειγμα της επιτυχίας και του αμερικανικού ονείρου στη φάση της κατάρρευσής του. Κάθε Αμερικανός ένιωθε πως τον αφορούσε η δίκη του πρώην επιτυχημένου αθλητή και σε αυτό συνέβαλε απόλυτα η τηλεοπτική κάλυψη. Πριν από τη σύλληψή του προηγήθηκε μια προσπάθεια διαφυγής με λευκό φορτηγάκι που κατέληξε σε καταδίωξη-παρωδία στους δρόμους του Λος Αντζελες. Τα περιπολικά ακολουθούσαν με χαμηλή ταχύτητα το όχημα του Simpson, που απειλούσε ότι θα αυτοκτονήσει, και τα ελικόπτερα των τηλεοπτικών σταθμών κατέγραφαν κάθε στιγμή. Οση ώρα τα κανάλια δεν μετέδιδαν ζωντανά τη δίκη, πρόβαλλαν εκπομπές αφιερωμένες σε αυτήν. Δεν θα ήταν υπερβολή να λέγαμε πως η δίκη του O.J. Simpson ήταν το πρώτο αμερικανικό ριάλιτι σόου.

Η προβολή του, πολυβραβευμένου πλέον, ντοκιμαντέρ λίγους μήνες μετά το φινάλε της σειράς αναζωπύρωσε εκ νέου τις συζητήσεις και τις αναμνήσεις σχετικά με την αθωότητα του Simpson, αλλά και με τις συνθήκες που επικρατούσαν όσο η δίκη διεξαγόταν.

Παρότι τα στοιχεία που είχε στα χέρια της η εισαγγελία φαίνεται πως αποδείκνυαν ξεκάθαρα την ενοχή του κατηγορουμένου, στην πορεία τα πράγματα άλλαξαν. Η στρατηγική των συνηγόρων υπεράσπισης να δώσουν στην υπόθεση φυλετικό χαρακτήρα αποδείχτηκε καθοριστική. Προέβαλαν τον Simpson στα μαύρα μέλη των ενόρκων ως «έναν από αυτούς», ως έναν ακόμη μαύρο πολίτη που έπεσε θύμα της προκατάληψης που είχε η αστυνομία του Λος Αντζελες απέναντί τους εκείνη την εποχή. Και τα κατάφεραν, παρά τις προσπάθειες της εισαγγελίας να αναδείξει τα στοιχεία που θεωρούσε αδιάσειστα και παρά τις μαρτυρίες για τη βία που είχε υποστεί η πρώην γυναίκα του από τον Simpson.

Οι συνήγοροί του έκαναν τους ενόρκους να «κλείσουν τα μάτια» και να μη δουν ότι είχαν απέναντί τους έναν άνθρωπο που όλη του τη ζωή προσπαθούσε να μην είναι ένας από αυτούς: ζούσε σε ένα πλούσιο προάστιο λευκών μακριά από το κέντρο του Λος Αντζελες, σύχναζε σε ιδιωτικά κλαμπ όπου συνήθως ήταν ο μόνος μαύρος πελάτης και συνήθιζε να λέει «δεν είμαι μαύρος, είμαι ο O.J.».

Οπως παρατηρεί η Lorrie Moore σε ένα άρθρο της στο NYRB, «οι λευκοί και οι μαύροι παρακολούθησαν την ίδια δίκη αλλά είδαν πολύ διαφορετικά πράγματα»: 77% των λευκών πίστευαν ότι ο κατηγορούμενος ήταν ένοχος και 72% των μαύρων ότι ήταν αθώος. Η φυλή κατάφερε και υπερνίκησε το φύλο και την οικονομική τάξη, σημειώνει η Αμερικανίδα πεζογράφος, και έχει δίκιο – το αποδεικνύουν και τα πλακάτ υποστήριξης που κρατούσαν εκατοντάδες πολίτες κάθε μέρα έξω από το δικαστήριο.

«Ο O.J. δεν ήταν μαύρος», γράφει στο Atlantic ο Ta-Nehisi Coates, μία από τις σημαντικότερες φωνές της μαύρης Αμερικής αυτή τη στιγμή. Χαιρόταν όταν κρυφάκουγε να λένε «ήρθε ο O.J. μαζί με κάτι μαύρους» σε ένα από τα κλαμπ που σύχναζε, ακριβώς γιατί τον διαχώριζαν από τους υπόλοιπους.

Τον έκριναν αθώο σε μόλις τρεις ώρες

Την εποχή που διεξαγόταν η δίκη, ούτε το κοινό αλλά ούτε και οι ένορκοι ήταν σε θέση να διακρίνουν αυτές τις αποχρώσεις. Η αστυνομία του Λος Αντζελες χτυπούσε, παρενοχλούσε, αλλά και σκότωνε μαύρους πολίτες και οι εικόνες των θυμάτων που προβάλλονται στο ντοκιμαντέρ υποδηλώνουν ότι όλα αυτά είχαν αποτυπωθεί στο μυαλό κάθε πολίτη και γι’ αυτό η εμπιστοσύνη στην αστυνομία αλλά και στο δικαστικό σύστημα ήταν ανύπαρκτη.

Σε αυτό το τεταμένο κλίμα πάτησε ο πολυμήχανος δικηγόρος του Simpson, Τζόνι Κόχραν, ο οποίος πάλευε ενάντια στην άδικη αστυνομική βία ήδη από τη δεκαετία του ’60. Η αποκάλυψη ότι ένας από τους αστυνομικούς της υπόθεσης είχε δράσει στο παρελθόν με ρατσιστικά κίνητρα και είχε καταφερθεί απέναντι στους μαύρους με τον χειρότερο δυνατό χαρακτηρισμό ενίσχυσε τη θέση του. Και έτσι, παρότι παρακολουθώντας σήμερα την υπόθεση μέσω της σειράς και του ντοκιμαντέρ οι περισσότεροι είναι βέβαιοι για την ενοχή του Simpson λόγω των στοιχείων που παρουσιάζονται, οι ένορκοι μετά μόλις τρεις ώρες διαβούλευσης τον κρίνουν ομοφώνως αθώο.

Πρόσφατα, Αμερικανός φίλος που εκείνη την εποχή ήταν μαθητής στο Μίσιγκαν μου είπε ότι την ώρα που ανακοινωνόταν η ετυμηγορία είχαν ανοίξει τις τηλεοράσεις στο σχολείο για να μάθουν όλοι το αποτέλεσμα· η συνολική κατανάλωση νερού έπεσε κατακόρυφα, γιατί κανείς δεν πήγαινε στο μπάνιο για να μη χάσει ούτε στιγμή της μετάδοσης· οι υπεραστικές κλήσεις μειώθηκαν κατά 58% και υπολογίζεται ότι σταμάτησαν τόσοι άνθρωποι τη δουλειά τους που «χάθηκε» παραγόμενο προϊόν αξίας 480 εκατ. δολαρίων. Αν τα νούμερα φαίνονται υπερβολικά, ας αναλογιστούμε ότι έχουν περάσει 21 χρόνια και αυτή η υπόθεση καταφέρνει να χαρίζει πέντε βραβεία Emmy στην τηλεοπτική σειρά και ένα Οσκαρ στο ντοκιμαντέρ που την πραγματεύεται.
​​
Ντοκιμαντέρ: «O.J.: Made in America. (ESPN). Τηλεοπτική σειρά: «The People v. O.J. Simpson: American Crime Story» (FX).
Δημοσιεύτηκε στην Καθημερινή, Τέχνες και Γράμματα, 19.03.2017

Η μαγεία δύο παλαιοβιβλιοπωλείων


Το «84, Charing Cross Road» (εκδ. Πόλις, μτφρ. Κατερίνα Σχινά) είναι το βιβλίο που έκανε τη συγγραφέα του, Helene Hanff, διάσημη στο ευρύ κοινό μιας και η επιτυχία του ήταν τέτοια, που μεταφέρθηκε στον κινηματογράφο με πρωταγωνιστές τον Αντονι Χόπκινς και την Αν Μπάνκροφτ. Το βιβλιόφιλο κοινό ήταν φυσικό να ξεχωρίσει αυτό το βιβλίο, καθώς έχει μια ιδιαιτερότητα: δεν είναι ένα μυθιστόρημα με την κλασική έννοια του όρου αλλά αποτελείται από τις αυθεντικές επιστολές που αντάλλαξε η Αμερικανίδα συγγραφέας με τον βιβλιοπώλη Frank Doel, υπάλληλο του λονδρέζικου παλαιοβιβλιοπωλείου «Marks & Co». Η αλληλογραφία τους ξεκινά το 1949, όταν η Hanff που κατοικεί στη Νέα Υόρκη αναζητεί κάποια σπάνια βιβλία και συνεχίζεται για είκοσι χρόνια.

Η συνενοχή και η σχέση που αναπτύσσονται μεταξύ των επιστολογράφων, ταυτόχρονα με τις κοινωνικοπολιτικές συνθήκες που αποτυπώνονται στα γράμματά τους, δημιουργούν αυθεντική συγκίνηση σε κάθε αναγνώστη. Οσοι έχουν, όμως, μια πιο στενή σχέση με τα βιβλία συγκινούνται διπλά, γιατί πρόκειται για ένα κατεξοχήν βιβλιοφιλικό μυθιστόρημα.

Το «Marks & Co» έκλεισε το 1970 και η Hanff δεν πρόλαβε να το επισκεφτεί όσο λειτουργούσε, αλλά η κουλτούρα των παλαιοβιβλιοπωλείων δεν έχει εξαφανιστεί από το Λονδίνο – θα λέγαμε πως έχει μετεξελιχθεί στα βιβλιοπωλεία που πουλάνε βιβλία «δεύτερο χέρι» (second-hand). Στην ιστορική περιοχή του Bloomsbury, που έχει ιδιαίτερο λογοτεχνικό ενδιαφέρον λόγω της ομώνυμης καλλιτεχνικής ομάδας που μέλη της ήταν η Βιρτζίνια Γουλφ, ο Τζ. Μ. Κέινς, ο Ε. Μ. Φόρστερ και πολλοί άλλοι, υπάρχουν δύο τέτοια βιβλιοπωλεία τα οποία επισκεφτήκαμε πρόσφατα.

Το Judd Books ξεχωρίζει από μακριά λόγω της πράσινης χαρακτηριστικής τέντας του με την επιγραφή «Books» και τα καλάθια στο πεζοδρόμιο με τα βιβλία σε τιμή ευκαιρίας (1 ή 2 λίρες). Το πρώτο πράγμα που προσέχει κανείς μπαίνοντας στον σχετικά μικρό χώρο του ισογείου είναι ότι φιλοξενεί πολλά περισσότερα βιβλία από αυτά που μπορεί να διακρίνει κανείς κοιτώντας απέξω, καθώς τα ράφια που φτάνουν μέχρι το ταβάνι είναι γεμάτα με τίτλους λογοτεχνίας, θεάτρου, κριτικής, καλών τεχνών και αρχιτεκτονικής.

Η... δύναμή του

Στο χαμηλοτάβανο υπόγειο βρίσκεται και το δυνατότερο σημείο του καταστήματος: η μεγάλη συλλογή των βιβλίων που καλύπτουν όλο το φάσμα των κοινωνικών επιστημών – από κοινωνιολογία, οικονομικά και φιλοσοφία μέχρι ιστορία και πολιτική επιστήμη.
Παρότι αναλογικά η λογοτεχνία υποεκπροσωπείται, μπορεί κανείς να βρει αντίτυπα σημαντικών έργων, όπως τα άπαντα διηγήματα του Τζον Τσίβερ, τον τόμο με τα γράμματά του που επιμελήθηκε ο γιος του, τη συλλογή δοκιμίων του Κρίστοφερ Χίτσενς με τίτλο «Arguably» και τη βιογραφία του Μοχάμεντ Αλι από τον διευθυντή του New Yorker, Ντέιβιντ Ρέμνικ.

Λίγα μέτρα μακρύτερα, τοποθετημένο στην άκρη του εμπορικού κέντρου Brunswick, βρίσκεται το βιβλιοπωλείο SKOOB (αναγραμματισμός του «books»). Παρότι η τοποθεσία του στην αρχή ξενίζει, με το που ξεκινά η θορυβώδης κατάβαση της ξύλινης σκάλας που οδηγεί στο υπόγειο κατάστημα εξατμίζονται οι όποιες αμφιβολίες. Και αυτό με τη σειρά του αυτοπροσδιορίζεται ως εξειδικευμένο στα επιστημονικά βιβλία (μεταχειρισμένα κι εδώ), αλλά διατηρεί και μια αξιοσημείωτη συλλογή λογοτεχνικών τίτλων.
Ειδική μνεία πρέπει να γίνει στις δύο αντικριστές βιβλιοθήκες που είναι φορτωμένες με βιβλία της «πορτοκαλιάς σειράς» του εκδοτικού οίκου Penguin, οι ράχες των οποίων έχουν χρώμα πορτοκαλί σχεδόν σε όλες τις αποχρώσεις – ανάλογα με το πόσο χρησιμοποιημένο και παλιό είναι το κάθε αντίτυπο.


Στον χώρο δεσπόζει ένα πιάνο τοποθετημένο –φυσικά– κάτω από τα βιβλία που έχουν σχέση με τη μουσική, τα οποία φτάνουν να στοιβάζονται και πάνω του. Οι στενοί διάδρομοι του SKOOB μικραίνουν κι άλλο, καθώς στο πάτωμα κάτω από κάθε βιβλιοθήκη βρίσκεται μία ακόμη σειρά με βιβλία. Εκεί βρήκα ένα advance copy του τελευταίου βιβλίου του Jonathan Safran Foer, «Here I Am», δηλαδή ένα αντίτυπο από την ειδική έκδοση που γίνεται για να δοθεί σε δημοσιογράφους και ανθρώπους του χώρου του βιβλίου πριν από την κανονική κυκλοφορία του μυθιστορήματος.

Και στα δύο καταστήματα ο μέσος όρος ηλικίας των υπαλλήλων και των πελατών ήταν κάτω από τα 30 έτη. Αρκετοί ήταν φοιτητές σε ένα από τα πολλά πανεπιστήμια που βρίσκονται συγκεντρωμένα στην περιοχή σε ακτίνα μερικών εκατοντάδων μέτρων.

Ακόμα κι αν έψαχναν κάποιο βιβλίο απαραίτητο για τις σπουδές τους, οι περισσότεροι έκαναν μια στάση και στον τομέα της λογοτεχνίας. Απ’ ό,τι μας είπαν οι υπάλληλοι, γίνονται συνεχώς νέες παραλαβές, με αποτέλεσμα να ανανεώνονται συχνά τα βιβλία στα ράφια. Αυτό ίσως να εξηγεί γιατί δεν επιβεβαιώνεται το κλισέ του βιβλιοπώλη που γνωρίζει ακριβώς πού βρίσκεται καθετί στον χώρο.

Παρ’ όλα αυτά, όση ώρα περιπλανιόμουν στους διαδρόμους και των δύο καταστημάτων, στον νου μου ερχόταν η Helene Hanff και το «Marks & Co». Εκείνη τη στιγμή δεν θυμόμουν καν αν περιγράφεται το βιβλιοπωλείο στις σελίδες της αλληλογραφίας της με τον Doel, οπότε το φανταζόμουν πότε σαν το Judd και άλλοτε σαν το SKOOB.

Παίρνοντας αυτήν την ελευθερία μπορεί να έκανα ένα βέβηλο λάθος, αλλά ήμουν σίγουρος ότι και τα τρία καταστήματα έχουν κάτι κοινό: πολλά καλά βιβλία, σε πολύ καλές τιμές, με κόσμο που έχει όρεξη να τα ανακαλύψει χωρίς να αντιλαμβάνεται πια τη διόλου ανεπαίσθητη μυρωδιά της υγρασίας.
​​
Judd Books: 82 Marchmont Street, London WC1N 1AG
Skoob Books: 66, The Brunswick off Marchmont St, London WC1N 1AE.

Δημοσιεύτηκε στην Καθημερινή, Τέχνες και Γράμματα, 05.03.2017